- προσδιῴκησε
- πρόσ-διοικέωkeep houseaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσδιοικώ — έω, Α 1. διοικώ, κυβερνώ επί πλέον ή συγχρόνως («τἆλλα τὰ προσήκοντα προσδιῷκησε», Δίων Κάσσ.) 2. ρυθμίζω, τακτοποιώ επί πλέον … Dictionary of Greek